Ξειναγόρα

Ξειναγόρα
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc nom/voc/acc dual
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc voc sg (attic)
Ξειναγόρᾱ , Ξειναγόρης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ξειναγόρας — Ξειναγόρᾱς , Ξειναγόρης masc acc pl Ξειναγόρᾱς , Ξειναγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξειναγόραν — Ξειναγόρᾱν , Ξειναγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”